Dejan Lovren: ''Η ζωή μου ως πρόσφυγας''


Σε μια μεγάλη κατάθεση ψυχής στο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στο LFCTV, προέβει ο Dejan Lovren, λέγοντας όλα όσα έζησε στον πόλεμο, που τον ανάγκασε μαζί με την οικογένεια του να εγκαταλείψει τη χώρα του και να βρει καταφύγιο στην Γερμανία.

Αυτή τη συνέντευξη του Κροάτη πρέπει όλοι να την ακούσουν ή να τη διαβάσουν, καθώς ο Lovren άνοιξε την καρδιά του και μίλησε για το πως αντιμετώπισε τις δυσκολίες ως πρόσφυγας αλλά και για πολλά άλλα ζητήματα που, ιδιαίτερα αυτό τον καιρό, είναι πιο φλέγοντα από ποτέ.
Ο Lovren αποκάλυψε ότι η απόφαση να πει την ιστορία του,  έκανε την μητέρα του να δακρύσει, αλλά ο αμυντικός της Liverpool αισθάνθηκε την υποχρέωση να ξαναζήσει τις οδυνηρές εμπειρίες της ζωής του ως πρόσφυγας.

Την σημερινή ημέρα, είναι ένα φλέγον ζήτημα και ο Lovren αξίζει μεγάλο σεβασμό που βρήκε το θάρρος και είχε τα ''κότσια'' να μιλήσει γι'αυτό.

Αναλυτικά τα όσα εξομολογήθηκε ο Κροάτης στο LFCTV:
«Όταν βλέπω τι συμβαίνει σήμερα, θυμάμαι την οικογένειά μου και το πώς οι άνθρωποι δεν σε θέλουν στην χώρα τους.
Καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι θέλουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, αλλά και οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν σπίτια, δεν είναι δικό τους σφάλμα, αγωνίζονται για τη ζωή τους μόνο και μόνο για να σώσουν τα παιδιά τους, θέλουν να πάνε μακριά και να έχουν ένα ασφαλές μέρος για τα παιδιά τους και το μέλλον τους.
Τα έζησα όλα αυτά και ξέρω τι περνούν ορισμένες οικογένειες, δώστε τους την ευκαιρία, να τους δώσουμε μια ευκαιρία, μπορείτε να δείτε ποιοι είναι οι καλοί άνθρωποι αλλά και ποιοι από αυτούς δεν είναι».

Ο Lovren έχει Κροάτες γονείς και γεννήθηκε στην βοσνιακή πόλη της Ζένιτσα τον Ιούλιο του 1989, η τέλεια ζωή τους στο χωριό Kraljeva Sutjeska διακόπηκε βίαια από τον πόλεμο, όταν ήταν μόλις τριών ετών.

«Είχαμε τα πάντα, ποτέ δεν αντιμετωπίζαμε προβλήματα, όλα πήγαιναν καλά με τους γείτονες - με τους μουσουλμάνους, με τους Σέρβους, όλοι μιλούσαν πολύ καλά μεταξύ τους και απολάμβαναν τη ζωή και τότε συνέβη ο πόλεμος».

Οι γονείς του, η Sasa και o Silva, ο οποίος είχε ένα κατάστημα στο χωριό, αποφάσισε πως η οικογένεια του δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει για την ασφάλειά τους.
Έφυγαν για το Μόναχο, όπου εκεί ζούσε ο παππούς του και αυτή αποδείχθηκε πως ήταν μια σοφή κίνηση.



«Μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω τα πάντα που συνέβησαν, ακούτε τόσες πολλές ιστορίες, αλλά κανείς δεν ξέρει την πραγματική αλήθεια.
Θα αλλάζαν τα πάντα μέσα στη νύχτα - πόλεμος μεταξύ όλων, μεταξύ τριών διαφορετικών πολιτισμών.
Θυμάμαι όταν χτύπησαν οι σειρήνες, ήμουν τόσο φοβισμένος γιατί σκεφτόμουν «βόμβες» ή ότι κάτι θα συμβεί αυτή τη στιγμή.
Θυμάμαι τη μαμά μου, με πήρε και πήγαμε στο υπόγειο, δεν ξέρω πόσο καιρό είχαμε καθίσει εκεί, νομίζω ήμασταν εκεί μέχρι να σταματήσουν να χτυπούν οι σειρήνες.
Στη συνέχεια, θυμάμαι τη μαμά, τον θείο μου, την γυναίκα του θείου μου, πήραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε την οδήγηση για την Γερμανία.
Αφήσαμε τα πάντα, πήραμε μόνο μια τσάντα, ήταν μια μεγάλη βόλτα, επειδή εκείνη την εποχή δεν είχαμε το καλύτερο αυτοκίνητο και νομίζω ότι οδηγούσαμε 17 ώρες.
Με τις στάσεις, ήταν δύσκολο να περάσεις μέσα από τα εμπόδια, επειδή ζητούσαν πολλά πράγματα: ''Γιατί; Πού πας;'', οι άνθρωποι μόλις σταματούσαμε μας έλεγαν: ''Όχι, πηγαίνετε πίσω'', και ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί εκείνη τη στιγμή».

«Δεν μπορώ να φανταστώ σήμερα να πρέπει να τρέξω τόσο μακριά με τα παιδιά μου και να φοβάμαι για τη ζωή τους.
Ήταν μια δύσκολη στιγμή για τη μητέρα μου, επειδή πάντα έκλαιγε, ποτέ μου δεν το κατάλαβα αυτό, ήμουν μερικές φορές θυμωμένος: ''Γιατί μαμά; Έλα, σταμάτα, τελείωσε αυτό, είμαστε εδώ τώρα, όλα είναι ασφαλή.''
Είχαμε την τύχη να είναι ο παππούς εδώ, ο οποίος εργαζόταν πριν στη Γερμανία και λόγω αυτού είχε τα χαρτιά για να πει: ''ναι, ελάτε σε μας'', αν όχι, δεν ξέρω τι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει, ίσως θα μπορούσα να δω τους γονείς μου κι εμένα κάτω από το έδαφος.
Στα μικρά χωριά συνέβησαν τα πιο φρικτά πράγματα, άνθρωποι που βάναυσα σκοτώθηκαν, ο αδελφός του θείου μου σκοτώθηκε μπροστά σε άλλους ανθρώπους με ένα μαχαίρι».

Η οικογένεια του παρέμεινε στο Μόναχο για επτά χρόνια, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ο Lovren ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο και ειδικότερα την Μπάγερν Μονάχου

«Ήμουν απλά ένας χαρούμενος τύπος, φυσικά και είδα τα προβλήματα, αλλά εγώ ποτέ δεν τα ένιωσα γιατί ως παιδί δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τα χρήματα, για μια δουλειά ή για το φαγητό.
Αν ρωτούσες τη μαμά και τον μπαμπά, ήταν σίγουρα διαφορετικό για αυτούς: να βρουν μια δουλειά και να αγωνιστούν για τη ζωή τους και πάλι.
Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο κοντά στην ηλικία των πέντε ή έξι, πήγα στο προπονητικό κέντρο της Bayern κι έβγαλα μερικές φωτογραφίες με τους σούπερ σταρ εκείνη τη στιγμή - Bixente Lizarazu και Lothar Matthaus.
Ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα μου, αγάπησα την Γερμανία, το Μόναχο ήταν μια σωστή πόλη, κάθε ''τρίτος'' άνθρωπος ήταν Κροάτης, πολλοί Κροάτες εξακολουθούν να ζουν εκεί ακόμα σήμερα».

«Η μαμά και ο μπαμπάς, ζητούσαν την άδεια για να μείνουμε περισσότερο, αλλά κάθε έξι μήνες δεν γινόταν δεκτή, οι αρχές έλεγαν: ''όταν ο πόλεμος τελειώσει, στη συνέχεια, μπορείτε να πάτε πίσω''.
Τότε, μια μέρα είπαν: ''έχετε δύο μήνες για να προετοιμάσετε τις τσάντες σας και να πάτε πίσω'', για μένα ήταν δύσκολο γιατί είχα όλους τους φίλους μου στη Γερμανία, έπαιζα σε μια μικρή ομάδα, ο πατέρας μου ήταν ο προπονητής εκεί και ήταν απλά υπέροχο».

Όταν ο Lovren ήταν 10 ετών, η οικογένεια του μετακόμισε στην κροατική πόλη Κάρλοβατς και η προσαρμογή του στο νέο περιβάλλον δεν ήταν εύκολη.

«Μίλησα Κροατικά, αλλά δεν ήταν τα κατάλληλα, δεν ήξερα πώς να γράψω, όλοι με ρωτούσαν: ''γιατί είναι η προφορά σου διαφορετική από τη δική μας;'', είχα τόσα πολλά προβλήματα στο σχολείο.
Κάτι μέσα μου δεν επέτρεψε στους ανθρώπους να γελούν με εμένα, και τότε είχα τις σχολικές μάχες, πάλευα και θα παλέψω μέχρι το τέλος, αυτός είμαι εγώ.
Οι δάσκαλοι έλεγαν: ''έχει έρθει από άλλο νομό, θα πρέπει να έχετε περισσότερη κατανόηση για όλα όσα πέρασε'', για να είμαι ειλικρινής, για το μόνο πράγμα που δεν γελούσαν ήταν για το ποδόσφαιρο και το πώς έπαιζα, νομίζω ότι με αυτό οι άνθρωποι άρχισαν να με σέβονται.
Έλεγαν ότι ήμουν τρελό αγόρι που κλοτσούσε τη μπάλα στον τοίχο και κάνοντας τους γείτονες τρελούς, ήμουν τρελός για το ποδόσφαιρο, ζούσα γι' αυτό».

Τα χρήματα ήταν λίγα και σε μία περίπτωση, προκειμένου να πληρώσουν το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, ο πατέρας του αναγκάστηκε να πουλήσει τα παγοπέδιλα του Lovren.
Σε ηλικία 14 ετών, ο Dejan ακολούθησε το όνειρό του και υπέγραψε συμβόλαιο με την Dinamo Zagreb.


«Όταν ξεπερνάς τον πόνο, κάπου υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ, είναι σαν ο πόλεμος να συνέβη χθες για εμένα, τη μαμά μου, τους άλλους ανθρώπους, είναι ακόμα κάτι φρέσκο.
Είναι ένα αρκετά ευαίσθητο θέμα για να συζητήσουμε, η μαμά μου είπε (πριν από το ντοκιμαντέρ) ''δεν θα τους τα πεις'', και της απάντησα ''εγώ θα τους τα πω'', κι έκλαιγε και πάλι, θυμάται τα πάντα».

«Ελπίζω για την επόμενη γενιά, να είναι πολύ πιο εύκολο, για την κόρη μου και τον γιο μου, ίσως να το ξεχάσουμε και να προχωρήσουμε, δεν ξέρω αν θα καταλάβουν ποτέ τη ζωή μου ή την κατάστασή μου, τι έχω περάσει, επειδή ζουν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους.
Αν το κοριτσάκι μου θέλει ένα παιχνίδι ή κάτι άλλο, μερικές φορές λέω: ''δεν έχω τα χρήματα'', χρειάζεται να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν έρχεται εύκολα, δουλεύω σκληρά γι 'αυτήν κι έτσι πρέπει να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται 20 παιχνίδια, μερικές φορές θα πρέπει να έχεις μόνο ένα ή δύο και να είσαι ακόμα ευτυχισμένος.
Είχα την τύχη με τη Γερμανία, αν δεν μας είχαν επιτρέψει να έρθουμε, δεν ξέρω που θα είχαμε πάει ή που θα μπορούσαμε να πάμε, η Γερμανία μας έδωσε ανοιχτά τα χέρια της».


Επιμέλεια: Μάνος Χαχλιούτης
Share on Google Plus

About Μάνος Χαχλιούτης

Αρθρογραφούμε για τo "LiverpoolFans.gr" με στόχο την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωσή σας γύρω από την αγαπημένη μας ομάδα.